- κεφαλίς
- 2777 κεφαλίς{сущ., 1}свиток, книжный том (Евр. 10:7).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
κεφαλίς — κεφαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κεφαλίδα … Dictionary of Greek
κεφαλίς — little head fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδα — κεφαλίς little head fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδας — κεφαλίς little head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδες — κεφαλίς little head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδι — κεφαλίς little head fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδος — κεφαλίς little head fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδων — κεφαλίς little head fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίσι — κεφαλίς little head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίσιν — κεφαλίς little head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek